πολύψηφος

πολύψηφος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις*
2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ψηφος (< ψῆφος, ), πρβλ. μονό-ψηφος, ομό-ψηφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύψηφον — πολύψηφος with many votes masc/fem acc sg πολύψηφος with many votes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυψηφότατος — πολύψηφος with many votes masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυψήφοις — πολύψηφος with many votes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυψήφου — πολύψηφος with many votes masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυψήφους — πολύψηφος with many votes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυψηφία — ἡ, Α [πολύψηφος] 1. πληθώρα και ποικιλία ψήφων 2. μεγάλη διαφορά γνωμών …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”